- ανακλαστικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάκλαση, ο αντανακλαστικός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακλώ ή ανάκλασις(-η). Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. reflective].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακλαστικός, -ή — ό αυτός που αναφέρεται στην ανάκλαση: Το φτάρνισμα είναι ανακλαστικό φαινόμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)